τσανάκι

τσανάκι
τό
1) глиняная мисочка; 2) перен. подлец, негодяй, мерзавец; 3) см. τσανακογλείφτης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσανάκι" в других словарях:

  • τσανάκι — το, Ν 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;») 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση 4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου» α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω… …   Dictionary of Greek

  • τσανάκι — το (λ. τουρκ.) 1. πήλινο πιάτο, γαβάθι. 2. μτφ., άνθρωπος αισχρός, αχρείος, κάθαρμα: Είναι ένα τσανάκι αυτός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσανάκα — η, Ν μεγάλο τσανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσανακογλείφτης — ο, Ν κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + γλείφω] …   Dictionary of Greek

  • ceanac — CEANÁC, ceanace, s.n. (reg.) Strachină mare (de lut sau de lemn). – Din tc. çanak. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  ceanác s. n. (sil. cea ), pl. ceanáce Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  ceanác ( enáce) …   Dicționar Român

  • τσανάκα — η μεγάλο τσανάκι, γαβάθα, σκουτέλα, πιατέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»